- εφυβριστως
- ἐφυβρίστωςἐφ-υβρίστωςнасмешливо, оскорбительно, тж. издевательски
(ὠμῶς καὴ ἐ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὠμῶς καὴ ἐ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐφυβρίστως — ἐφύβριστος wanton adverbial ἐφύβριστος wanton masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφύβριστος — ἐφύβριστος, ον (Α) [εφυβρίζω] 1. ο άξιος ύβρεως, ο ασελγής, ο ακόλαστος, ο αισχρός («ἐφύβριστος τυραννίς», Ηρωδιαν.) 2. ευκαταφρόνητος, ευτελής. επίρρ... ἐφυβρίστως (Α) 1. κατά υβριστικό τρόπο, κατά αισχρό τρόπο 2. κατά ευτελή τρόπο («ἐφυβρίστως… … Dictionary of Greek